- σκοτομήνιος
- σκοτο-μήνιος (σκότος, μήν): dark from the absence of moonlight, moonless, νύξ, Od. 14.457†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
σκοτομήνιος — dark and moonless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτομήνιος — ον, Α σκοτεινός και ασέληνος («νὺξ δ ἄρ ἐπῆλθε κακὴ σκοτομήνιος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + μήνιος (< μήν, μηνός «μήνας, φεγγάρι»), πρβλ. νεο μήνιος] … Dictionary of Greek
σκοτομήνιον — σκοτομήνιος dark and moonless masc/fem acc sg σκοτομήνιος dark and moonless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτομήνιοι — σκοτομήνιος dark and moonless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτομηνία — ἡ, Α [σκοτομήνιος] σκοτομήνη* … Dictionary of Greek